Σε κάθε «Μαμά, γιατί μαλώνετε;» η ψυχολόγος Σοφία Ανδρεοπούλου μιλά για θαυμάσιες ευκαιρίες

Ανθή Μιμηγιάννη
Σε κάθε «Μαμά, γιατί μαλώνετε;» η ψυχολόγος Σοφία Ανδρεοπούλου μιλά για θαυμάσιες ευκαιρίες

«Όταν το παιδί σας ρωτάει "Μαμά, γιατί μαλώνετε;" πιθανώς το στομάχι σας σφίγγεται -κι όμως, η ερώτηση αυτή είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να διδάξετε στο παιδί σας πολύτιμα πράγματα», λέει η Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος, Σοφία Ανδρεοπούλου, στο Queen.gr με αφορμή τη Γιορτή της Μητέρας. 

Υπάρχουν ερωτήσεις που ραγίζουν το τζάμι της καθημερινότητας. Είναι εκείνα τα αθώα «γιατί;» που εκτοξεύει ένα παιδί και χτυπούν στο κέντρο της πιο εύθραυστης αλήθειας: της σχέσης μας με τον εαυτό μας, τον σύντροφο, τον ρόλο μας ως μητέρες. Στην πραγματικότητα, δεν είναι τα παιδιά που δεν αντέχουν την απάντηση, εμείς δεν αντέχουμε τη συνείδησή της. Κι όμως, κάποιες ερωτήσεις, αντί να αποφεύγονται, ίσως πρέπει να ακουστούν δυνατά-όχι για να απαντηθούν, αλλά για να μας αλλάξουν.

Με αφορμή τη Γιορτή της Μητέρας, η Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος, Σοφία Ανδρεοπούλου, με λόγο καθαρό και διαυγή, μας προτείνει μια επαναστατική αντίληψη για τη γονεϊκότητα: κάθε δύσκολη ερώτηση ενός παιδιού δεν είναι παγίδα, αλλά πόρτα. Μια πόρτα που αν τολμήσεις να ανοίξεις, μπορεί να σε οδηγήσει όχι απλώς σε μια ειλικρινή απάντηση, αλλά σε έναν βαθύτερο δεσμό, σε μια πιο ουσιαστική ζωή -για σένα και για εκείνο. Και κάπως έτσι, το «μαμά, γιατί μαλώνετε;», γίνεται το πιο θαυμάσιο εργαλείο σχέσης που δεν φαντάστηκες ποτέ πως κρατάς στα χέρια σου.

H Σταματίνα Τσιμτσιλή έχει μία συμβουλή για κάθε μαμά εκεί έξω: Εστίασε σε όσα πέτυχες μέσα στη μέρα

Κυρία Ανδρεοπούλου, πολλές μητέρες βιώνουν την αγωνία να απαντήσουν σε «δύσκολες» ερωτήσεις των παιδιών τους, ερωτήσεις όπως. «Γιατί μαλώνετε κάθε μέρα;» ή «Eγώ φταίω;». Μήπως τελικά υπάρχουν ερωτήσεις που «δεν πρέπει» να απαντώνται σε μικρά παιδιά ή απλώς υπάρχουν γονείς που δεν είναι έτοιμοι να απαντήσουν;

Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν πολλές ερωτήσεις στις οποίες κανένας γονιός δεν είναι έτοιμος να απαντήσει. Κατ’ αρχήν, υπάρχουν ερωτήσεις που συνδέονται με μεγάλα ερωτήματα, όπως η γέννηση, ο θάνατος, ο Θεός, στις οποίες ενδέχεται να μην έχουμε βρει κι εμείς οι ίδιοι απαντήσεις. Επίσης, συχνές είναι και οι ερωτήσεις που αφορούν τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια, όπως «γιατί μαλώνετε με τον μπαμπά;» ή «γιατί δεν μιλάτε με την θεία;», στις οποίες πιθανώς γνωρίζουμε τις απαντήσεις αλλά μας είναι δύσκολο να τις δώσουμε στο παιδί μας είτε γιατί νομίζουμε πως δεν θα καταλάβει, είτε γιατί δεν θέλουμε να σχηματίσει άσχημη εικόνα για κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας. Γενικά, οι ερωτήσεις των παιδιών μας θυμίζουν πράγματα που θέλουμε να ξεχάσουμε, ξύνουν παλιές πληγές, αποκαλύπτουν ίσως την άγνοια μας ή τα λάθη μας, μας φέρνουν αντιμέτωπους με πλευρές μας που θα προτιμούσαμε να κουκουλώσουμε. Οπότε συνήθως γεννούν μέσα μας αμηχανία, αναστάτωση, ακόμα και θλίψη – και σίγουρα άγχος μια που δεν ξέρουμε πώς να αντιδράσουμε.

Παρά τα δύσκολα συναισθήματα που μας προκαλούν, όμως, οι ερωτήσεις των παιδιών νομίζω πως πρέπει να απαντώνται, ειδικά μάλιστα αν είναι επίμονες. Αν ένα παιδί επιμένει να ρωτάει κάτι, σημαίνει πως έχει ανάγκη από μια απάντηση, κάτι του λείπει, κάτι χρειάζεται – και αυτό το κάτι είναι ευθύνη του γονιού να το δώσει στο παιδί.

Τελικά, οι δύσκολες ερωτήσεις τι αποκαλύπτουν περισσότερο: την αθωότητα του παιδιού ή τις σκιές του ενήλικα;

Οι δύσκολες ερωτήσεις αποκαλύπτουν μια ανικανοποίητη ανάγκη του παιδιού το οποίο χρειάζεται κάτι: μια πληροφορία, μια εξήγηση, κάτι που θα αποκαταστήσει την εσωτερική του ισορροπία, μια αγκαλιά. Το παιδί χρειάζεται ένα αφήγημα που να βγάζει νόημα για τον εαυτό του και την ζωή γύρω του – και αυτό το αφήγημα έχουμε εμείς οι γονείς τον ρόλο να του/της προσφέρουμε. Παράλληλα βέβαια, οι δύσκολες ερωτήσεις δείχνουν και τις δικές μας σκιές, τα δικά μας κενά.

Ωστόσο, για μένα οι ερωτήσεις αυτές είναι μια τριπλή ευκαιρία: ευκαιρία να στηρίξουμε το παιδί μας και να το βοηθήσουμε να αναπτυχθεί, ευκαιρία να αναγνωρίσουμε δικές μας δυσκολίες που πρέπει να διαχειριστούμε καλύτερα, και ευκαιρία να κάνουμε πιο ουσιαστική τη σχέση μας με το παιδί μας. Προσωπικά βλέπω τις δύσκολες συζητήσεις με τα παιδιά σαν ένα εργαλείο που μας βοηθάει να κάνουμε πιο βαθιά και ουσιαστική τη σχέση μας μαζί τους, ενώ παράλληλα τους διδάσκουμε αξίες και αντιλήψεις που θα τα βοηθήσουν στη ζωή της.

Χρειάζεται όμως μεγάλη ωριμότητα ένας γονιός για να μην δει τις δύσκολες ερωτήσεις ως απειλή, αλλά ως εργαλείο σχέσης. Πώς αντιστρέφεται το «γιατί μαλώνετε» σε ευκαιρία;

Νομίζω πως δεν είναι τόσο θέμα ωριμότητας, όσο θέμα νοοτροπίας. Ίσως πρέπει να καταλάβουμε πως μεγάλο μέρος του ρόλου που έχουμε ως μητέρες συνδέεται ακριβώς με την σχέση που δημιουργούμε με τα παιδιά μας. Αν τα παιδιά μας νιώθουν ότι μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματα, τις ανάγκες, τις απορίες τους και εμείς μπορούμε να ακούσουμε και να συζητήσουμε, τότε δημιουργείται ένας ασφαλής δεσμός, μια σχέση εμπιστοσύνης. Αν βλέπουμε έτσι το ρόλο μας, τότε θα δούμε και πιο θετικά τις «δύσκολες» ρωτήσεις των παιδιών μας, γιατί θα καταλάβουμε ότι είναι μια ευκαιρία να τα βοηθήσουμε να βρουν τις απαντήσεις που χρειάζονται και να έρθουμε πιο κοντά τους.

Οπότε πώς θα μπορούσαμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα όπως «Γιατί μαλώνετε;» χωρίς να μεταφέρουμε βάρος ή ενοχή στο παιδί μας και χωρίς να δαιμονοποιούμε τον άλλον γονιό;

Κατ’ αρχάς, όταν τα παιδιά μας μάς ρωτάνε κάτι, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να απαντήσουμε αμέσως. Θα μπορούσαμε να τους εξηγήσουμε ότι χρειαζόμαστε λίγο χρόνο για να σκεφτούμε και θα το συζητήσουμε αργότερα. Και στον χρόνο αυτό, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε πραγματικά τι μηνύματα θέλουμε να τους περάσουμε με την απάντησή μας. Αυτό σημαίνει πως όταν τελικά τους μιλήσουμε, θα είναι συνειδητή η απάντησή μας και θα είναι πιθανότερο να λειτουργήσει σαν εργαλείo προσωπικής ανάπτυξης και εμβάθυνσης της σχέσης μας.

Όταν τελικά θα μιλήσουμε με το παιδί, θα έπρεπε να το κάνουμε με λίγα λόγια, ανάλογα με την ηλικία και το επίπεδο του, και να βάλουμε την απάντησή μας μέσα σε ένα θετικό πλαίσιο. Στο ερώτημα «γιατί μαλώνετε;» μπορούμε, για παράδειγμα να εξηγήσουμε ότι όλοι οι άνθρωποι μαλώνουν μερικές φορές και ότι οι λόγοι για τους οποίους μαλώνουμε έχουν να κάνουν με εμάς, όχι με εκείνο. Καλό θα ήταν να τονίσουμε ότι ακόμα κι αν ο καυγάς μοιάζει να ξεκινάει από κάτι που αφορά το παιδί, στην ουσία δεν φταίει εκείνο που τσακωνόμαστε αλλά εμείς οι γονείς που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε με ψυχραιμία τις διαφωνίες μας. Επίσης, θα ήταν καλό να λέγαμε πως ο καλύτερος τρόπος διαχείρισης των προβλημάτων δεν είναι ο καυγάς αλλά η συζήτηση και η εξεύρεση λύσεων – αλλά ότι εμείς δυστυχώς δεν έχουμε μάθει να το κάνουμε αυτό αρκετά καλά και προσπαθούμε να το μάθουμε τώρα. Και πως μέχρι να τα καταφέρουμε καλύτερα, εκείνο δεν θα πρέπει να μπαίνει καθόλου στη μέση ούτε να παίρνει το μέρος κανενός.

Παρότι μπορεί να θέλαμε να δικαιολογήσουμε εμάς και να κατηγορήσουμε τον άλλο γονιό, αυτό είναι μια πολύ κακή ιδέα και είναι απαραίτητο να συγκρατηθούμε και να μην το κάνουμε. Επιπλέον, δεν είναι δουλειά του παιδιού μας, σε όποια ηλικία κι αν είναι, να μάθει τι συμβαίνει στη δική μας ζωή και να επιλύσει τα προβλήματά μας. Μιλάμε στο παιδί με τρόπο που δεν το ενοχοποιεί, δεν το αναγκάζει να διαλέξει στρατόπεδα και του διδάσκει κάτι σημαντικό. Επίσης, παρότι παραδεχόμαστε πως κάτι δεν το κάνουμε καλά, ωστόσο λειτουργούμε ενήλικα γιατί παίρνουμε ευθύνη για τη συμπεριφορά μας και δεν κατηγορούμε απλώς τους άλλους.

Και τι θα μπορούσαμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα που συνδέονται με τις επιλογές μας όπως «Γιατί δεν μου κάνατε αδελφάκι;» ή «Γιατί δεν δουλεύεις;»

Σε τέτοιου τύπου ερωτήματα νομίζω πως είναι καλύτερο να απαντούμε ειλικρινά, εκτός κι αν η αλήθεια είναι πολύ οδυνηρή. Προφανώς δεν θα πούμε στο παιδί μας «σιγά μην κάναμε δεύτερο παιδί – εδώ δεν θέλαμε ούτε εσένα»! Μια τέτοια αλήθεια δεν έχει νόημα να την μάθει το παιδί μας οπότε δεν θα την πούμε. Αλλά μπορούμε να εξηγήσουμε για ποιους λόγους επιλέξαμε κάτι ή δεν επιλέξαμε κάτι άλλο, βάζοντας το σε θετικό πλαίσιο.

Η Φρόσω Φωτεινάκη θα μας βοηθήσει να χτίσουμε ως γονείς μία νοοτροπία ανοχής στην ματαίωση

Όμως μήπως είναι επικίνδυνη η κατασκευή «βολικών» ή ωραιοποιημένων απαντήσεων για να αποφεύγονται οι ενήλικες αλήθειες; Π.χ. να πεις «Δεν ήταν τίποτα» όταν το παιδί έχει δει τους γονείς να φωνάζουν;

Πράγματι, μερικές φορές εμείς οι γονείς το παρακάνουμε στο «θετικό πλαίσιο». Το να ωραιοποιούμε πράγματα δεν διδάσκει τίποτα στο παιδί μας. Όταν μας βλέπει να κλαίμε και λέμε «δεν έχω τίποτα», ή να τσακωνόμαστε και λέμε «απλώς μιλάμε», τότε ουσιαστικά αρνούμαστε την πραγματικότητα που βιώνει το παιδί και το μπερδεύουμε. Στην ζωή υπάρχουν διάφορα δυσάρεστα πράγματα και το παιδί δεν μπορεί να μεγαλώσει σε μια γυάλα και να τα αποφύγει. Ως γονείς, είναι σημαντικό να εκπαιδεύουμε το παιδί μας για να μπορεί να διαχειριστεί τις συγκρούσεις, τις δυσκολίες, τις απογοητεύσεις που αργά ή γρήγορα θα βιώσει. Οπότε οι απαντήσεις που ίσως μας φαίνονται πιο εύπεπτες και μας είναι ευκολότερο να δώσουμε δεν είναι πάντα ωφέλιμες για το παιδί.

Από την άλλη μεριά, όμως, δεν είναι και καλό να εκθέτουμε το παιδί σε πληροφορίες και «αλήθειες» που δεν το αφορούν ή για τις οποίες δεν είναι έτοιμο. Επομένως ίσως μια μέση οδός να είναι προτιμότερη. Δηλαδή, λέμε στο παιδί την αλήθεια αλλά ήρεμα, με λίγα λόγια, χωρίς να κατηγορούμε κανένα. Για παράδειγμα, αν το παιδί μου με δει να κλαίω γοερά, δεν του λέω «δεν κλαίω», αλλά ούτε και αρχίζω να βογκάω και να αναλύω γιατί υποφέρω τόσο – ούτε κουκουλώνω την πραγματικότητα αλλά ούτε λέω τη δική μου αλήθεια που όμως δεν αφορά το παιδί, και απλώς θα το αναστατώσει και θα το μπερδέψει. Θα μπορούσα να πω: «Κλαίω γιατί είμαι στενοχωρημένη – αλλά σε λίγο θα είμαι καλύτερα. Μην ανησυχείς, δεν συμβαίνει κάτι κακό».

Επομένως, όταν το παιδί ακούει φωνές, βλέπει εντάσεις και ρωτά «Μαμά, γιατί φωνάζετε;» θα μπορούσε ένα «Δεν είμαστε καλά αυτή τη στιγμή, αλλά σ’ αγαπάμε» να είναι θεραπευτικό;

Αυτή είναι μια πολύ καλή ιδέα. Έτσι αναγνωρίζουμε την πραγματικότητα χωρίς να κατηγορούμε κανέναν και καθησυχάζουμε το παιδί. Απλώς θα προτιμούσα να το απενοχοποιούσαμε κιόλας, γιατί τα παιδιά τα συνδέουν όλα με τον εαυτό τους και εύκολα μπορεί να νομίζουν ότι φταίνε εκείνα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε κάτι σαν: «Δεν είμαστε καλά αυτή τη στιγμή αλλά θα βρούμε μια λύση. Εσύ δεν έχεις καμία σχέση με αυτό και δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι. Να ξέρεις ότι σε αγαπάμε πολύ και είσαι θαυμάσιο παιδί». Μια τέτοιου τύπου απάντηση θα ανακουφίσει το παιδί παρότι τελικά δεν θα έχει μάθει γιατί φωνάζαμε. Τις πιο πολλές φορές, άλλωστε, το παιδί δεν αναζητάει τόσο πολύ την αλήθεια όσο την ανακούφιση.

Πώς όμως διακρίνει κανείς πότε μια απάντηση πρέπει να προστατεύει και πότε να αποκαλύπτει; Όταν το παιδί ακούει καβγάδες, ποια αλήθεια αντέχει να γνωρίζει χωρίς να πληγώνεται;

Μιλώντας πάντα για ερωτήσεις που αφορούν στις σχέσεις ανάμεσα στους γονείς, νομίζω ότι συχνά όταν το παιδί ρωτάει, αυτό που πραγματικά χρειάζεται δεν είναι η αλήθεια αλλά μια αποκατάσταση της ισορροπίας στην οικογένεια, μια διαβεβαίωση πως δεν θα συμβεί κάποιο μεγάλο κακό, πως τα πράγματα θα διορθωθούν. Επομένως για μένα οι απαντήσεις των γονιών πρέπει πάντα να βοηθούν το παιδί να νιώσει καλύτερα, να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα μέσα σου, να βρει κάποια ελπίδα. Το παιδί δεν χρειάζεται πληροφορίες – χρειάζεται ασφάλεια και ελπίδα. Γι’ αυτό ο γονιός θα έπρεπε να περνάει όλα όσα λέει στο παιδί του μέσα από ένα φίλτρο πριν τα πει έχοντας πάντα δύο κριτήρια: 1) Πώς θα νιώσει το παιδί καλύτερα εκείνη τη στιγμή 2) Πώς θα αναπτύξει το παιδί δεξιότητες και αντιλήψεις που θα το βοηθήσουν να ζήσει μια καλή ζωή (για παράδειγμα, την ικανότητα να λύνει τις διαφορές του χωρίς φωνές και βία, ή την ικανότητα να συνέρχεται από τις απογοητεύσεις, κα.).

Πώς λοιπόν μπορεί μια απάντηση να λειτουργήσει ως συναισθηματικό καταφύγιο και όχι ως τελεσίδικη αλήθεια; Ποια γλώσσα θεραπεύει όταν το παιδί έχει ήδη καταλάβει περισσότερα από όσα λέγονται;

Πράγματι, τα παιδιά συνήθως έχουν ήδη καταλάβει πολλά πράγματα πριν καν μας κάνουν μια «δύσκολη» ερώτηση. Γι’ αυτό το σημαντικό δεν είναι να τους δώσουμε μια πληροφορία αλλά να τα βοηθήσουμε να νιώσουν ασφάλεια μαζί μας. Μου αρέσει η έκφραση «συναισθηματικό καταφύγιο» που χρησιμοποιήσατε. Πράγματι, θα ήταν πολύ ωραίο τα λόγια μας να λειτουργούν ως καταφύγιο αλλά και ως εφαλτήριο για το παιδί. Αν η γλώσσα που χρησιμοποιούμε είναι απλή, ξεκάθαρη, χωρίς δράματα, κακίες και υπερβολές, κι αν καταλήγουμε πάντα με μια θετική νότα, τότε η γλώσσα αυτή θεραπεύει το παιδί και συμβάλλει στην προσωπική του ανάπτυξη.

Όμως ζούμε σε μια εποχή υπερπληροφόρησης και άμεσης πρόσβασης σε «απαντήσεις» παντού. Ποια είναι η ευθύνη του γονέα να μη γεμίσει με ερμηνείες τον παιδικό νου, αλλά να δώσει χώρο για αίσθημα;

Έχετε πολύ δίκιο. Γι’ αυτό λέω ότι το ζητούμενο δεν είναι οι πληροφορίες που θα πάρει το παιδί αλλά η συναισθηματική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο παιδί και στον γονιό. Στη συζήτηση με το παιδί μας με αφορμή κάποια ερώτηση του, ασφαλώς δεν πρέπει να το γεμίσουμε πληροφορίες, ερμηνείες, ή θεωρίες αλλά να αφουγκραστούμε το συναίσθημά του και να ανταποκριθούμε στην βαθύτερη ανάγκη του να δώσει νόημα στον κόσμο.

Κυρία Ανδρεοπούλου, τελικά, μήπως τα παιδιά δεν ζητούν απαντήσεις, αλλά παρουσία; Όταν ρωτούν “Μαμά, γιατί μαλώνετε;”, μήπως ουσιαστικά λένε “Μείνε εδώ, κράτα με, εξήγησέ μου ότι δεν θα χαθεί ο κόσμος”;

Πράγματι, πολύ συχνά τα παιδιά δεν αναζητούν τόσο απαντήσεις και πληροφορίες όσο παρηγοριά και αποκατάσταση της ισορροπίας. Γι’ αυτό είπα πιο πάνω ότι χρειάζονται ασφάλεια και ελπίδα. Και γι’ αυτό θεωρώ πως είναι καλύτερο να τους δίνουμε απαντήσεις μέσα σε ένα θετικό πλαίσιο, εφόσον αυτό είναι εφικτό. Την ώρα που μας ρωτούν κάτι δύσκολο, αισθάνονται ανασφάλεια, αναστάτωση, ίσως σύγχυση και χρειάζονται την προσοχή μας, το «αυτί» μας, την αγκαλιά μας. Αντί να αγχωνόμαστε τι ακριβώς να πούμε, λοιπόν, ίσως είναι καλύτερο να αφουγκραζόμαστε τι αισθάνεται το παιδί μας και να ανταποκρινόμαστε στην ανάγκη του. Ακόμα κι αν επιλέξουμε να πούμε στο παιδί μια δυσάρεστη αλήθεια, μπορούμε να την εκφράσουμε με τρόπο που θα το κάνει να νιώσει ότι εμείς πατάμε στα πόδια μας και μπορούμε να το στηρίξουμε και να βελτιώσουμε την κατάσταση. Άλλωστε, αυτό χρειάζεται το παιδί από εμάς – την αίσθηση πως είμαστε εκεί και μπορεί να στηριχτεί πάνω μας. Τότε η αγκαλιά της μαμάς θα του προσφέρει την ανακούφιση και την ζεστασιά που χρειάζεται.

Σοφία Ανδρεοπούλου, MSc

Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος

Συγγραφέας βιβλίου «Εφηβεία: η Μεγάλη Έκρηξη».

DSC_0009.jpg

ΟΙ ΑΒΟΛΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ: ΔΕΣ ΟΛΟ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΔΩ

OSZAR »